πλημμυρῶ

πλημμυρῶ
πλημμῡρῶ , πλημμυρέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
πλημμῡρῶ , πλημμυρέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλημμυρώ — άω και έω / πλημμυρῶ, έω, και πλημμύρω και πλημύρω και πλημυρῷ, ΝΜΑ 1. πλημμυρίζω, ξεχειλίζω (α. «πλημμυράνε τα ποτάμια» β. «τὸν Ῥῆνον... κατ ἐκεῑνο τοῡ πόρου μάλιστα πλημμυροῡντα», Πλούτ.) 2. (για χώρο) κατακλύζω με νερό (α. «σπάνε οι σωλήνες… …   Dictionary of Greek

  • πλημμύρω — Α βλ. πλημμυρώ …   Dictionary of Greek

  • πλημμυρώ — βλ. πλημμυρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκχειλίζω — και ξεχειλίζω 1. (αμτβ.) ξεχειλίζω, ξεπερνώ τα χείλη δοχείου, κοίτης κ.λπ., πλημμυρώ («ξεχείλισε το ποτήρι, ο ποταμός κ.λπ.») 2. (μτβ.) γεμίζω κάτι ώς τα χείλη, υπερπληρώ 3. μτφ. αυξάνομαι υπερβολικά, ξεπερνώ κάθε όριο, βγαίνω από τα όριά μου… …   Dictionary of Greek

  • κατεπικλύζω — (Μ) κατακαλύπτω με υγρά, καταβρέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι κλύζω «πλημμυρώ»] …   Dictionary of Greek

  • ομβροβλυτώ — ὀμβροβλυτῶ, έω (ΑΜ) (κατά το λεξ. Σούδα) «πλημμυρῶ, ἐξογκοῡμαι ἐκ βροχῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + βλυτώ, μέσω αμάρτυρου *ομβροβλύτης (< ὄμβρος + βλύτης < βλύζω «αναβλύζω»), πρβλ. μυρο βλυτώ] …   Dictionary of Greek

  • πλημμυρός — όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «μεστός, πεπληρωμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. πλημμυρόν πρέπει να αναγνωσθεί ως πλημμῦρον, μτχ. τού ρ. πλημμύρω] …   Dictionary of Greek

  • πλημυρώ — Α βλ. πλημμυρώ …   Dictionary of Greek

  • πλημύρω — Α βλ. πλημμύρω …   Dictionary of Greek

  • συμπλημμυρώ — έω, Α γεμίζω εντελώς με κάτι («τῆς χορηγίας... τῇ επιδόσει συμπλημμυρούσης», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλημμυρῶ (< πλημμυρίς «πλημμύρα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”